- νεκρός, -ή(-ά), ό: που δε βρίσκεται πια στη ζωή, που έχει πεθάνει, που οι ζωτικές του λειτουργίες έχουν παύσει οριστικά; που δεν υφίσταται πια, που δεν μπορεί να υπάρξει ξανά; που δεν λειτουργεί πια εξαιτίας μεγάλης βλάβης.
Το Tatoeba δεν είναι άμεσα διαθέσιμο. Μας συγχωρείτε για την ταλαιπωρία. Μπορείτε να ελέγξετε το μπλογκ μας ή το λογαριασμό μας στο Twitter για να πάρετε περισσότερες πληροφορίες.