Category Archives: Ελληνικά

νεκρός – Ελληνικά – Word of the Day – 2015-11-02

 

  • νεκρός, -ή(-ά), ό: που δε βρίσκεται πια στη ζωή, που έχει πεθάνει, που οι ζωτικές του λειτουργίες έχουν παύσει οριστικά; που δεν υφίσταται πια, που δεν μπορεί να υπάρξει ξανά; που δεν λειτουργεί πια εξαιτίας μεγάλης βλάβης.

 

έκπληξη – Ελληνικά – Word of the Day – 2015-10-15

 

  • έκπληξη /ˈɛkpliksi/ (f.): το συναίσθημα που νιώθει κάποιος όταν συμβαίνει κάτι ξαφνικό και τελείως αναπάντεχο, η ενέργεια που κάνουμε περιμένοντας ότι προκαλέσουμε σε κάποιον αυτό το συναίσθημα, πχ ένα απρόσμενο δώρο.