Category Archives: Ελληνικά

γάλα (Ελληνικά – Word of Day – 2015-01-15)

  • γάλα: θρεπτικό υγρό με υπόλευκο χρώμα και ελαφρώς γλυκιά γεύση, που εκκρίνεται από τους μαστούς των θηλυκών θηλαστικών μετά από την εγκυμοσύνη και με το οποίο τρέφονται τα μικρά τους; το υγρό που υφίσταται επεξεργασία από γαλακτοβιομηχανίες για κατανάλωση ή για την παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων.
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική / αιτιατική / κλητική γάλα γάλατα
γενική γάλατος γαλάτων

μητέρα – Ελληνικά – Word of the Day – 2014-11-20

  • μητέρα /mi.ˈtɛ.ɾa/ (f.): η γυναίκα που έχει αποκτήσει παιδιά ή που έχει υιοθετήσει; συνήθης χαρακτηρισμός της πεθεράς από τον γαμπρό ή τη νύφη της; (μεταφορικά) γυναίκα ή φορέας ή ιδέα που βοηθά στη γέννηση ιδεών ή πραγμάτων ή που φροντίζει κάποιους ως μητέρα χωρίς να είναι συγγενής ή ούτε καν πρόσωπο. Also: μάνα, μαμά.

σκύλος – Ελληνικά Word of the Day – 2014-11-13

  • σκύλος /ˈsci.lɔs/: (ζωολογία) σαρκοβόρο κατοικίδιο θηλαστικό που ομοιάζει με το λύκο· το θηλυκό του λέγεται σκύλα και το μικρό του σκυλάκι και κουτάβι; (ναυτική αργκό) το σκυλόψαρο ή καρχαρίας; (μεταφορικά) κακός άνθρωπος, σκληρόκαρδος; (μεταφορικά) σκληροτράχηλος άνθρωπος που δείχνει μεγάλη αντοχή σε ταλαιπωρίες.

 

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική σκύλος σκύλοι
γενική σκύλου σκύλων
αιτιατική σκύλο σκύλους
κλητική σκύλε σκύλοι

πατέρας – Ελληνικά – Word of the Day – 2014-11-06

  • πατέρας /pa.ˈtɛ.ɾas/: άντρας που έχει γίνει γονιός, που έχει δηλαδή αποκτήσει ένα ή περισσότερα παιδιά; ο θεμελιωτής μιας επιστήμης; προσφώνηση για ιερέα.
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική πατέρας πατέρες
γενική πατέρα πατέρων
αιτιατική / κλητική πατέρα πατέρες

δάχτυλο – Ελληνικά – Word of the Day – 2014-10-30

  • δάχτυλο /ˈða.xti.lɔ/ (n.): κάθε μία από τις αρθρωτές άκρες των χεριών και των ποδιών ανθρώπων και ζώων; μονάδα μήκους, περίπου 2 εκατοστά.
    • αντίχειρας m (thumb)
    • δείκτης m (index finger)
    • μεσαίο δάχτυλο n (middle finger)
    • παράμεσος m (ring finger)
    • μικρό δαχτυλάκι n (little finger)

 

singular plural
nominative / accusative / vocative δάχτυλο δάχτυλα
genitive δαχτύλου δαχτύλων

δέρμα (Ελληνικά – Word of the Day 2014-10-16)

δέρμα /ˈðɛɾ.ma/(n.): το εξωτερικό στρώμα του σώματος, που προστατεύει άλλους ιστούς και όργανα από το περιβάλλον, όργανο της αφής το οποίο σε μερικά ζώα καλύπτεται από τρίχες και στα ψάρια από λέπια; το παραπάνω στρώμα που έχει αφαιρεθεί από το σώμα ζώου, είτε κατεργασμένο για ανθρώπινη χρήση είτε που προορίζεται για αυτό.

 

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική / αιτιατική / κλητική δέρμα δέρματα
γενική δέρματος δερμάτων

survive (Ελληνικά): επιβιώνω, επιζώ – Word of the Day – 2014-10-02

 

  • Η αλεπού ξέφυγε απ’ την παγίδα και κατάφερε να επιβιώσει.“The fox survived after escaping from the trap.”
  • Κανένας δεν επέζησε του αεροπορικού δυστυχήματος.“Nobody survived the plane crash.”
  • Πολλοί άνθρωποι σε όλο τον κόσμο επιβιώνουν με λιγότερο από ένα δολάριο τη μέρα. “Many people around the world survive on less than a dollar per day.”
  • Οι κατσαρίδες έχουν επιβιώσει εδώ και εκατομμύρια χρόνια.“Cockroaches have survived for millions of years.”
  • Τα είδη υπό εξαφάνιση δεν αναμένεται να επιβιώσουν τον εικοστό πρώτο αιώνα.“The endangered species is not expected to last through the 21st century.”

 

 

(to) help (el): βοήθεια, βοηθώ – Word of the Day – 2014-09-25

  • βοήθεια /vɔ.ˈi.θi.a/: η ενέργεια που στοχεύει στην υποστήριξη, στην ενίσχυση, στην προστασία ή στην ανακούφιση κάποιου.
  • βοηθώ: προσφέρω βοήθεια σε κάποιον, συμβάλλω στην προσπάθειά του να καταφέρει κάτι, διευκολύνω μια ενέργειά του, του προσφέρω υποστήριξη.

curious (el): περίεργος – Word of the Day – 2014-09-18

  • περίεργος /pɛ.ˈɾi.ɛɾ.ɣɔs/, -η, -ο: που χαρακτηρίζεται από περιέργεια, από έντονο ενδιαφέρον να μάθει λεπτομέρειες σχετικές με οποιοδήποτε θέμα, συχνά και για υποθέσεις που δεν τον αφορούν· που μας κινεί την περιέργεια λόγω της ιδιαιτερότητάς του ή μας προκαλεί ανησυχία ή καχυποψία
    • περιέργεια /pε.ɾi.ˈɛɾ.ʝi.a/: η ιδιότητα του περίεργου