Category Archives: Ελληνικά

curious (el): περίεργος – Word of the Day – 2014-09-18

περίεργος  (adj.)

  • curious (eager to learn; inquisitive)
  • strange, peculiar, curious
Sing. plural
masc. fem. neuter masc. fem. neuter
nom. περίεργος περίεργη περίεργο περίεργοι περίεργες περίεργα
acc. περίεργο περίεργη περίεργο περίεργους περίεργες περίεργα
gen. περίεργου περίεργης περίεργου περίεργων περίεργων περίεργων

Examples:

Είμαι περίεργος. / Είμαι περίεργη. I’m curious.
Είναι πολύ περίεργος. He’s very curious.
Γιατί είσαι τόσο περίεργη; Why are you so curious?
Η ζωή είναι περίεργη. Life is strange.
Ο Τομ φοράει ένα περίεργο καπέλο σήμερα Tom is wearing a strange-looking hat today.