(to) help (el): βοήθεια, βοηθώ – Word of the Day – 2014-09-25

  • βοήθεια /vɔ.ˈi.θi.a/: η ενέργεια που στοχεύει στην υποστήριξη, στην ενίσχυση, στην προστασία ή στην ανακούφιση κάποιου.
  • βοηθώ: προσφέρω βοήθεια σε κάποιον, συμβάλλω στην προσπάθειά του να καταφέρει κάτι, διευκολύνω μια ενέργειά του, του προσφέρω υποστήριξη.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *