- βοήθεια /vɔ.ˈi.θi.a/: η ενέργεια που στοχεύει στην υποστήριξη, στην ενίσχυση, στην προστασία ή στην ανακούφιση κάποιου.
- βοηθώ: προσφέρω βοήθεια σε κάποιον, συμβάλλω στην προσπάθειά του να καταφέρει κάτι, διευκολύνω μια ενέργειά του, του προσφέρω υποστήριξη.
Learn all the Languages!