From an old, unidentified Greek textbook:
Ex. 8 (part 2)
- Φησὶν ὁ Σόλων τὸν ὅρον τοῦ ἀνθρωπίνου βίου ἑβδομήκοντα ἐτῶν εῖναι.
- Οἱ θεοὶ ἀπέστελλον σημεῖα καὶ τέρατα τοῖς Θηβαίοις ἡνίκα ὁ Ἀλέξανδρος ἐστρατεύετο ἐπ’αὐτούς.
- Οἱ ποιηταὶ διαποικίλλουσι τὰς ποιήσεις μεταφοραῖς καὶ εἴδεσι ῥητορικῆς.
- Τὰ ὄρη τῆς Ἑλλάδος ἡψυλά εἰσιν.
- Ὁ Κῦρος, ὁ τοῦ Καμβύσου υἱός, φύσει φιλάνθρωπος καὶ φιλότιμος ἦν.
- Ὁ Ἀναξαγόρας ἦν μαθητής τοῦ Περικλέος.
- Τὰ ψεῦδα οὐκ ἐλευθέρου ανθρώπου ἄξια.
- Τὸν Δεμοσθήνα θαυμάζομεν μεγάλῃ σοφίᾳ.
- Ὁ Περικλῆς υἱὸς τοῦ Ξάνθιππος ἦν.
- Ἐν τῷ κέπῳ τῷ ἐμῷ πολλὰ ἄνθη εἰσιν. Εἰσὶ σκιαὶ ἐν τῷ θέρει, ἄνθη ἐν τῷ ἔαρι και ὀπώραι εν τῷ μετοπώρῷ.
Vocabulary
- φημί – to speak, to say
- ὁ ὅρος – boundary, limit, frontier, landmark
- ἀνθρώπινος – human
- ἑβδομήκοντα – seventy
- τὸ ἔτος – year
- ἀποστέλλω – to send off, send away from
- σημεῖον – a mark, sign, token; an indication
- ἡνίκα – at the time when
- στρατεύω – to advance with an army or fleet, to wage war; to serve in the army
- ἐπί (A) – onto, against
- διαποικίλλω – to decorate something with a variety of decorative elements.
- ποίησις – poetry, poem
- μεταφορά – transference; metaphor, trope
- τὸ εἶδος – form, image, shape appearance, look, beauty
- ὑψηλός – high, lofty; stately, proud
- φύσις – nature
- φιλότιμος – emulous, ambitious, eager for honour; rejoycing in worship; prodigal, lavish, extravagant; munificent, generous, liberal
- ἄξιος – worthy, fit
- ἐλεύθερος free
- ὁ κῆπος – garden
- σκιά – shadow
- ὀπώρα – fruit season; fruit
- τὸ μετόπωρον – late autumn