πατέρας – Ελληνικά – Word of the Day – 2014-11-06

  • πατέρας /pa.ˈtɛ.ɾas/: άντρας που έχει γίνει γονιός, που έχει δηλαδή αποκτήσει ένα ή περισσότερα παιδιά; ο θεμελιωτής μιας επιστήμης; προσφώνηση για ιερέα.
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική πατέρας πατέρες
γενική πατέρα πατέρων
αιτιατική / κλητική πατέρα πατέρες

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *