- γάλα, γάλακτος (n.): milk.
Πτώση | Ενικός | Δυικός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική / Αιτιατική / Κλητική | γάλα | γάλακτε | γάλακτα |
Γενική | γάλακτος | γαλάκτοιν | γαλάκτων |
Δοτική | γάλακτι | γαλάκτοιν | γάλαξι |
Πτώση | Ενικός | Δυικός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική / Αιτιατική / Κλητική | γάλα | γάλακτε | γάλακτα |
Γενική | γάλακτος | γαλάκτοιν | γαλάκτων |
Δοτική | γάλακτι | γαλάκτοιν | γάλαξι |