έκπληξη – Ελληνικά – Word of the Day – 2015-10-15

 

  • έκπληξη /ˈɛkpliksi/ (f.): το συναίσθημα που νιώθει κάποιος όταν συμβαίνει κάτι ξαφνικό και τελείως αναπάντεχο, η ενέργεια που κάνουμε περιμένοντας ότι προκαλέσουμε σε κάποιον αυτό το συναίσθημα, πχ ένα απρόσμενο δώρο.

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *