νεκρός – Ελληνικά – Word of the Day – 2015-11-02

 

  • νεκρός, -ή(-ά), ό: που δε βρίσκεται πια στη ζωή, που έχει πεθάνει, που οι ζωτικές του λειτουργίες έχουν παύσει οριστικά; που δεν υφίσταται πια, που δεν μπορεί να υπάρξει ξανά; που δεν λειτουργεί πια εξαιτίας μεγάλης βλάβης.

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *