σκύλος – Ελληνικά Word of the Day – 2014-11-13

  • σκύλος /ˈsci.lɔs/: (ζωολογία) σαρκοβόρο κατοικίδιο θηλαστικό που ομοιάζει με το λύκο· το θηλυκό του λέγεται σκύλα και το μικρό του σκυλάκι και κουτάβι; (ναυτική αργκό) το σκυλόψαρο ή καρχαρίας; (μεταφορικά) κακός άνθρωπος, σκληρόκαρδος; (μεταφορικά) σκληροτράχηλος άνθρωπος που δείχνει μεγάλη αντοχή σε ταλαιπωρίες.

 

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική σκύλος σκύλοι
γενική σκύλου σκύλων
αιτιατική σκύλο σκύλους
κλητική σκύλε σκύλοι

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *