- Βοήθεια! – Helpu!/Au secours !/Aiuto!/Помогите!/На помощь!/Hjälp!
- βοήθεια /vɔ.ˈi.θi.a/: η ενέργεια που στοχεύει στην υποστήριξη, στην ενίσχυση, στην προστασία ή στην ανακούφιση κάποιου.
- βοηθώ: προσφέρω βοήθεια σε κάποιον, συμβάλλω στην προσπάθειά του να καταφέρει κάτι, διευκολύνω μια ενέργειά του, του προσφέρω υποστήριξη.
- βοήθεια /bo.ɛ̌ː.tʰeː.a/: aid, help.
- βοηθέω /bo.ɛː.tʰé.ɔː/, βοηθῶ: (with the dative case) to help somebody; come to aid, succour, assist, aid.
Learn all the Languages!