Tag Archives: γάλα

γάλα (Ελληνικά – Word of Day – 2015-01-15)

  • γάλα: θρεπτικό υγρό με υπόλευκο χρώμα και ελαφρώς γλυκιά γεύση, που εκκρίνεται από τους μαστούς των θηλυκών θηλαστικών μετά από την εγκυμοσύνη και με το οποίο τρέφονται τα μικρά τους; το υγρό που υφίσταται επεξεργασία από γαλακτοβιομηχανίες για κατανάλωση ή για την παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων.
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική / αιτιατική / κλητική γάλα γάλατα
γενική γάλατος γαλάτων