Tag Archives: δάχτυλο

δάχτυλο – Ελληνικά – Word of the Day – 2014-10-30

  • δάχτυλο /ˈða.xti.lɔ/ (n.): κάθε μία από τις αρθρωτές άκρες των χεριών και των ποδιών ανθρώπων και ζώων; μονάδα μήκους, περίπου 2 εκατοστά.
    • αντίχειρας m (thumb)
    • δείκτης m (index finger)
    • μεσαίο δάχτυλο n (middle finger)
    • παράμεσος m (ring finger)
    • μικρό δαχτυλάκι n (little finger)

 

singular plural
nominative / accusative / vocative δάχτυλο δάχτυλα
genitive δαχτύλου δαχτύλων