- μητέρα /mi.ˈtɛ.ɾa/ (f.): η γυναίκα που έχει αποκτήσει παιδιά ή που έχει υιοθετήσει; συνήθης χαρακτηρισμός της πεθεράς από τον γαμπρό ή τη νύφη της; (μεταφορικά) γυναίκα ή φορέας ή ιδέα που βοηθά στη γέννηση ιδεών ή πραγμάτων ή που φροντίζει κάποιους ως μητέρα χωρίς να είναι συγγενής ή ούτε καν πρόσωπο. Also: μάνα, μαμά.