[Word of the Day], Ελληνικά νεκρός – Ελληνικά – Word of the Day – 2015-11-02 2015-11-02 panglossa Leave a comment νεκρός, -ή(-ά), ό: που δε βρίσκεται πια στη ζωή, που έχει πεθάνει, που οι ζωτικές του λειτουργίες έχουν παύσει οριστικά; που δεν υφίσταται πια, που δεν μπορεί να υπάρξει ξανά; που δεν λειτουργεί πια εξαιτίας μεγάλης βλάβης.
[Word of the Day], Ἑλληνική νεκρός – Ἑλληνική – Word of the Day – 2015-11-02 2015-11-02 panglossa Leave a comment νεκρός /ne.krós/ → /neˈkros/ → /neˈkros/: dead; a dead body, corpse; one who is dead; in plural (οἱ νεκροί): the dead; a dying person νέκυς /né.kyːs/ → /ˈne.kys/ (also νέκυρ): corpse, dead person; in plural (οἱ νέκῠες): spirits of the dead; dead, deceased