- πατέρας /pa.ˈtɛ.ɾas/: άντρας που έχει γίνει γονιός, που έχει δηλαδή αποκτήσει ένα ή περισσότερα παιδιά; ο θεμελιωτής μιας επιστήμης; προσφώνηση για ιερέα.
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | πατέρας | πατέρες |
γενική | πατέρα | πατέρων |
αιτιατική / κλητική | πατέρα | πατέρες |